- προτόνου
- πρότονοιropes from the masthead to the forepart of a shipmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στάντζος — ο, Ν ναυτ. κοινή ονομασία τού προτόνου … Dictionary of Greek
τραχηλώνω — Ν ναυτ. τοποθετώ αγκύλη επιτόνου, προτόνου ή παρατόνου γύρω από τον λαιμό στήλης ή επιστηλίου ή σε κεραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος. Η λ., στον λόγιο τ. τραχηλόω, ῶ, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek